- νυστάζω
- (ΑΜ νυστάζω)αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστανεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, -η, -οα) νυσταλέοςβ) νωθρός, δυσκίνητοςνεοελλ.-μσν.βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.)αρχ.1. μέ παίρνει ύπνος, κυριεύομαι από ύπνο («ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι», Πλάτ.)2. είμαι αμελής και αδιάφορος, δεν δίνω την προσοχή που πρέπει («κάλλιον... μηδὲν δεῑσθαι νυστάζοντος δικαστοῡ», Πλάτ.)3. είμαι νωθρός4. γέρνω το κεφάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τού ρήματος: α) νυστάζω < *νευστάζω, μηδενισμένη βαθμίδα τού νεύω με εκφραστικό επίθημα -(σ)τάζωβ) < ρίζα *sneudh / *snudh- (πρβλ. λιθουαν. snustu, snusti «κοιμάμαι ελαφρά, νυστάζω», snudă «κοιμάμαι» και snaudālius «νυσταλέος») με εκφραστικό επίθημα -τάζω (πρβλ. βαστάζω, βλαστάζω). Η δεύτερη άποψη κρίνεται περισσότερο πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.